συνυπηρετώ

συνυπηρετώ
συνυπηρετῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνυπηρετῶ-έω, Α [ὑπηρετῶ]
νεοελλ.
1. εργάζομαι στην ίδια υπηρεσία ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάποιους άλλους
2. στρ. εκτελώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στην ίδια μονάδα τη στρατιωτική μου θητεία μαζί με άλλον
αρχ.
βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνυπηρεσία — η, Ν από κοινού ή ταυτόχρονη εκτέλεση υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπηρετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”