- συνυπηρετώ
- συνυπηρετῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνυπηρετῶ-έω, Α [ὑπηρετῶ]νεοελλ.1. εργάζομαι στην ίδια υπηρεσία ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάποιους άλλους2. στρ. εκτελώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στην ίδια μονάδα τη στρατιωτική μου θητεία μαζί με άλλοναρχ.βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.